επενδύω

επενδύω
επενδύω, επένδυσα βλ. πίν. 5

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επενδύω — (AM ἐπενδύω) νεοελλ. 1. στρώνω, καλύπτω την εσωτερική ή την εξωτερική επιφάνεια ενός αντικειμένου με στρώμα από άλλο υλικό 2. καλύπτω με φύλλο ξύλου ή μετάλλου, καπλαντίζω μσν. μέσ. ἐνδύομαι 1. είμαι περιτυλιγμένος («ἀμπέλοις ἐπενδύοντο τὰ… …   Dictionary of Greek

  • επενδύω — επένδυσα, επενδύθηκα, επενδυμένος, μτβ. 1. καλύπτω επιφάνεια αντικειμένου με επίστρωμα άλλης ύλης, καπλαντίζω, φοδράρω. 2. στερεώνω τα τοιχώματα οχυρωτικού έργου με διάφορα μέσα, για να μην πέσουν τα χώματα. 3. τοποθετώ κεφάλαια σε προσοδοφόρες… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γουνώνω — επενδύω ή διακοσμώ ένδυμα με γούνα …   Dictionary of Greek

  • επιψευδαργυρώνω — επενδύω μεταλλικό αντικείμενο με στρώμα ψευδαργύρου …   Dictionary of Greek

  • παρασκυτώ — όω, Α επενδύω με δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σκυτῶ «επενδύω με σκύτος, δέρμα»] …   Dictionary of Greek

  • φοδράρω — και φοδραρίζω (λ. ιταλ.), φοδράρισα και φόδραρα, φοδραρίστηκα, φοδραρισμένος, μτβ. 1. επενδύω εσωτερικά με φόδρα ρούχο: Το γελεκάκι που φορείς... το χω φοδραρισμένο. 2. επενδύω εσωτερικά οτιδήποτε: Κιβώτιο φοδραρισμένο με τσίγκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαλβανίζω — 1. ηλεκτρίζω κάποιο σώμα χρησιμοποιώντας ηλεκτρική στήλη 2. επενδύω με την επίδραση τού ηλεκτρικού ρεύματος μετάλλινο αντικείμενο με λεπτό στρώμα άλλου μετάλλου 3. μεταδίδω σε κάποιον τον ενθουσιασμό μου για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά… …   Dictionary of Greek

  • διαθέτω — (AM διατίθημι, Μ και διαθέτω) 1. τοποθετώ, διευθετώ, τακτοποιώ πράγματα με ορισμένη τάξη 2. έχω κάτι στην κατοχή μου και μπορώ σε κάθε στιγμή να τό χρησιμοποιήσω όπως θέλω 3. εκθέτω κάτι για πώληση 4. θέτω σε ενέργεια, χρησιμοποιώ (γνωριμίες,… …   Dictionary of Greek

  • ενδύω — (AM ἐνδύω και ἐνδύνω Α και ἐνδυνῶ, έω) 1. φορώ ενδύματα σε κάποιον, ντύνω κάποιον («ενδύει την Αγία Τράπεζα», «ἐνέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην», «ἐνδύουσι τὤγαλμα τοῡ Διός») 2. μέσ. ενδύομαι φορώ τα ενδύματα ή τη στολή μου («ἐνδύεται ἅπασαν τὴν… …   Dictionary of Greek

  • επένδυμα — το (ΑΝ) [επενδύω] νεοελλ. 1. περίβλημα, περικάλυμμα 2. λεπτός, μονόστιβος υμένας που καλύπτει τις κοιλίες τού εγκεφάλου και τον κεντρικό σωλήνα τού νωτιαίου μυελού αρχ. πανωφόρι, επενδύτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”